ξεγλίστρημα

ξεγλίστρημα
το [ξεγλιστρώ]
το αποτέλεσμα τού ξεγλιστρώ, διολίσθηση, διαφυγή, υπεκφυγή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξεγλίστρημα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξεγλιστρώ, διαφυγή, απαλλαγή από κάτι δυσάρεστο, από κάποιον κίνδυνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλίστρημα — το [γλιστρώ] 1. ολίσθημα 2. ηθικό ολίσθημα, παραστράτημα 3. ξεγλίστρημα, έντεχνη υπεκφυγή από δύσκολη θέση …   Dictionary of Greek

  • διέξοδος — η (AM διέξοδος) [έξοδος] 1. χώρος, άνοιγμα απ όπου μπορεί κανείς να περάσει, πέρασμα, διάβαση 2. μέσο, τρόπος διαφυγής νεοελλ. 1. λαθραία ή έξυπνη διαφυγή, ξεγλίστρημα 2. φρ. «διέξοδος εμπορική» εξαγωγή και πώληση τών προϊόντων μιας χώρας σε άλλη …   Dictionary of Greek

  • διαφυγή — η 1. το να ξεφεύγει κανείς, ο γλιτωμός, το ξεγλίστρημα: Δεν έχω τρόπο διαφυγής από την καθημερινότητα. 2. η διαρροή αερίων ή υγρών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”